- βλάψιμο
- το [βλάπτω]1. βλάβη, ζημιά2. πληγή3. ελάττωμα4. (για την τιμή) προσβολή5. οι αδιαθεσίες της εγκύου κατά τους πρώτους μήνες της κύησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βλάψιμο — το η βλάβη, η ζημιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek
σκονάδι — το, Ν [σκόνη] (διαλ. τ.) (στην Κρήτη) καθετί που αντιβαίνει τους κανόνες ηθικής, ελάττωμα, ψεγάδι («βλάψιμο τσ ίδιας φύσης και σκονάδι», Ερωφ.) … Dictionary of Greek